DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
duplexförbindelse n
commun. κύκλωμα διπλής ταυτόχρονης λειτουργίας; κύκλωμα duplex
commun., IT αμφίδρομη ζεύξη; ζεύξη πλήρως διπλής κατευθύνσεως