DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
dubbléra v
gen. διπλασιάζω
industr., construct. ενισχύω με επένδυση; διπλιάζω
dubblerat v
industr., construct. ύφασμα μπουκλέ; ύφασμα σγουρό
dubblera
: 1 phrase in 1 subject
Microsoft1