DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
dùplex n
commun. διπλή ταυτόχρονη επικοινωνία duplex; διπλή ταυτόχρονη λειτουργία; κύκλωμα duplex; κύκλωμα διπλής ταυτόχρονης λειτουργίας
el. αμφίδρομος; αμφίπλευρος m; διπλής κατευθύνσεως; διπλοκατευθυντικός m