DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
dùmpning n ~en ~ar
commer., polit., econ. πρακτικές ντάμπινγκ
econ. ντάμπινγκ
environ. απόρριψη; απόθεση; εκκένωση; εκφόρτωση; καταβύθιση; πόντιση; απόρριψη/εκφόρτωση/απόθεση/εκκένωση/καταβύθιση
law, environ., min.prod. απόρριψη ; ηθελημένη ρίψη καταλοίπων στη θάλασσα
dumpning
: 1 phrase in 1 subject
Microsoft1