DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
drivlina n ~n -linor
fish.farm. παρασυρόμενο παραγάδι
forestr. σύστημα κίνησης; μετάδοση κίνησης
transp., mil., grnd.forc., mech.eng. σύστημα ισχύος