DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
drivenhet n ~en
el. αγωγέας; σύστημα οδήγησης
IT μονάδα οδήγησης; πομπός m
IT, mech.eng. ενεργοποιητής
transp. αυτοκινητάμαξα f
transp., el. ελκτική μηχανή; ελκτική μονάδα; κινητήρια μηχανή; κινητήρια μονάδα; κινητήριο όχημα; μηχανή έλξης
transp., mil., grnd.forc. κινητήρια κεφαλή