DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
driftstopp n
law ατύχημα εκμετάλλευσης; κώλυμα εκμετάλλευσης
law, lab.law. παύση εκμετάλλευσης; παύση της εκμετάλλευσης; διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης