DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
driftstörning n
el. συμβάν
forestr. λειτουργική διαταραχή
lab.law. τεχνική βλάβη
law κώλυμα εκμετάλλευσης; ατύχημα εκμετάλλευσης
transp., mil., grnd.forc. έκρυθμη λειτουργία