DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
driftsställe n
busin., labor.org. επαγγελματική εγκατάσταση ; εγκατάσταση' δημιουργία' καθιέρωση' εγκαθίδρυση' αποκατάσταση
law, busin., labor.org. κατοικία f; τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας