DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
drìvmedel n -medlet; pl. ~, best. pl. -medlen
energ.ind. καύσιμα μεταφορών
environ. προωθητικό m; προωστική ύλη; προωθητικό μέσο/προωστική ύλη; προωθητικό μέσο/προωστική ύλη