DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
drìvhus n ~et; pl. ~
agric. θερμοκήπιο τεχνητής ωρίμανσης
environ. φούρνος; κλίβανος/φούρνος/θερμάστρα m
nat.sc., agric. θερμοθάλαμος