DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
drìft n ~en ~er
gen. λειτουργία m
el. ολίσθηση; μετατόπιση; ολίσθηση σωματιδίου; μεταβολή; ολίσθηση αστάθεια; αργή διακύμανση φάσης
life.sc. έδαφος προερχόμενον εκ μεταφοράς
transp. εκτροπή,έκπτωση
drift
: 6 phrases in 2 subjects
Electronics2
Microsoft4