DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
dràgning n ~en ~ar
gen. κλήρωση
commun., earth.sc. έλξη
environ. σχέδιο; τάνυση/ολκή/σχεδίαση/σχέδιο/ανάληψη/κλήρωση
industr. διέλκυση
industr., construct., met. τράβηγμα f
IT, dat.proc. μετακύλιση
met. ολκή