DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
dràgkraft n ~en ~er
earth.sc., el. έλξη
earth.sc., mater.sc. δύναμη εφελκυσμού
fish.farm. δύναμη έλξης
mech.eng. πίδακας ρευστού από εγχυτήρα; ταχύρευμα εξαγωγής καυσαερίων
nat.sc. ικανότητα φόρτωσης
nat.sc., agric. ικανότητα φορτίου
tech. ελκτική δύναμη