DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
dràg n ~et; pl. ~
gen. τράβηγμα f
account. έννοιες f
agric. μελιγόνος ανθοφορία
fish.farm. καλάδα; ψαριά
mun.plan., earth.sc. ρεύμα αέρα; ένταση ρεύματος αέρα
pharma., earth.sc., el. ρεύμα αέρος