DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
dränéring n ~en ~ar
agric., construct. στράγγιση ζυμούμενου υποστρώματος; αποστράγγιση
construct. υπόγεια αποστράγγιση
earth.sc., mech.eng. στόμιο διαρροής
econ. αποστραγγιστικά έργα
environ. αποξήρανση; αποστράγγιση; ύδατα αποχετεύσεων; αποστράγγιση/αποξήρανση/ύδατα αποχετεύσεων; αποστράγγιση/αποξήρανση