DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
dosimeter [-me´ter] n ~n dosimetrar
health. δοσίμετρο; δοσίμετρο θορύβου; ολοκληρωτικό ηχόμετρο
mater.sc. ανιχνευτής ακτινοβολίας