DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
dorn [då´rn] n ~en ~ar
chem. διατρητήρας f
earth.sc. κανόνας διακρίβωσης
earth.sc., mech.eng. επιβολέας; εργαλείο κάμψης σωλήνα; εργαλείο φρεζώματος
forestr. διάτρηση; σγρόμπια
industr., construct., mech.eng. καρδία εξωθητήρα; πυρήνας εξωθητήρα
mech.eng. δίσκος που φέρει το κομμάτι
met. άξονας τόρνου; κωνοειδής βελόνη διεύρυνσης οπών; μαντρέλι