DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
doppning n ~en ~ar
agric., chem. εμβάπτισις m
chem. καλούπωμα με εμβάπτιση; καλούπωμα με εμβάπτιση σε διάλυμα
environ. εμποτισμός m; εμβάπτιση/διαβροχή/εμποτισμός
environ., nat.res. απολύμανση με εμβάπτιση
industr., construct. εμβάπτιση; διεργασία εμβαπτίσεως
industr., construct., chem. Εμβάπτιση διάβρεξη
industr., construct., met. βύθιση