DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
dokumént [-men´t] n ~et; pl. ~
econ. τεκμήριο
environ. έγγραφο; τίτλος m
IT, dat.proc. δομημένη περίπτωση εγγράφου
law δικόγραφο; αποδεικτικό έγγραφο
Dokumént [-men´t] n
comp., MS Έγγραφα