DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
dòmstol n ~en ~ar
econ. δικαστήριο m
environ. ενώπιον της δικαιοσύνης; αυλή; δικαστήριο/ενώπιον της δικαιοσύνης/αυλή
law δικαστική αρχή; δικαστική αρχή' δικαστήριο; δικαστικό σώμα
dòmstolen n
obs., polit., law Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
polit., law Δικαστήριο m; Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
dòmstolen EU n
econ. Δικαστήριο m (ΕΕ)