DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
dòm [då´m, som förled i sms. dom`-] n ~en ~er
gen. καθεδρικός ναός
econ. απόφαση δικαστηρίου
environ. καταδικαστική απόφαση; καταδίκη; απόφαση δικαστηρίου
law απόφαση; απόφαση ουσίας; δικαστική απόφαση
law, environ. καταδικαστική απόφαση/καταδίκη
dö̀ma v
gen. δικάζω
dom
: 2 phrases in 1 subject
Microsoft2