DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
dòcka [dåk`a] v
gen. κούκλα
comp., MS αγκύρωση
el. αποπολωτικό μίγμα
transp. ανδρείκελο; ανθρώπινο ομοίωμα
transp., avia. κλίμακα επιθεώρησης