DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
djupmatning n
mech.eng. κάθετη πρόωση; κάθοδος; κατάδυση
djupmätning n ~en ~ar
life.sc., coal. κατακόρυφη μέτρηση βάθους; μέτρηση βάθους