DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
distributionsledning n
agric., mech.eng., construct. αύλακες διανομής; αγωγοί διανομής
commun., IT ζεύξη διανομής
el. κύκλωμα μιας ηλεκτρικής γραμμής μεταφοράς
energ.ind. διακλάδωση