DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
distorsión [-tor∫o´n] n ~en ~er
earth.sc., construct. στρέβλωση m
el. παραμόρφωση κυματομορφής
health. παραμόρφωση ήχου
industr., construct., chem. Παραμόρφωση
IT παραμόρφωση σήματος ακουστικών συχνοτήτων
med. διάστρεμμα f
transp. παραμόρφωση