DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
direktión n ~en ~er
gen. επιτροπή διεύθυνσης
law, econ. γενική διεύθυνση; διεύθυνση επιχείρησης; διευθυντές m; διευθύνοντα στελέχη; διευθύνοντες υπάλληλοι
law, lab.law. διοικητικό συμβούλιο
direktionen n
fin. Διευθύνουσα Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων
direktion
: 1 phrase in 1 subject
General1