DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
direktö́r [-ö´r] n ~en ~er
gen. διευθυντής m
gov. Διευθυντής m
unions. Διευθυvτής
direktor [-rek`t-] n ~n ~er [-o´r-]
commun. κατευθυντήρας f
commun., IT στοιχείο κατευθυντήρα
el. κατευθυντικό στοιχείο
direktör
: 3 phrases in 1 subject
Microsoft3