DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
dimensionering n ~en ~ar
construct. διαστασιολόγηση; υπολογισμός m
el., construct. διαστασιοποίηση
mater.sc., construct. πάχος υπολογισμού
transp., construct. διαπίστωση διαστάσεων; υπολογισμός διαστάσεων