DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
diffusor n
earth.sc., el. ανταυγαστήρας f; σκεδαστήρας f; συσκευή διάχυσης
earth.sc., mech.eng. τρόπος εισόδου,διαχυτήρας
health. ηχητικός σκεδαστής
IT σκεδαστής
mech.eng., construct. σκεδαστήρ m
phys.sc. γαλακτόχρωμη ύαλος