DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
dìmma n ~n dimmor
gen. νέφος
chem. συγκέντρωση σταγονιδίων
environ. ομίχλη; υγρή αχλύς; ασθενής ομίχλη; θόλωμα f; αχλύς; ξηρή αχλύς/θόλωμα; υγρή αχλύς/ασθενής ομίχλη