DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
dìeselmotor n ~n ~er
econ. κινητήρας ντίζελ
environ. πετρελαιοκινητήρας f; πετρελαιοκινητήρας/κινητήρας ντίζελ
mech.eng. κινητήρας DIESEL; κινητήρας ανάφλεξης διά συμπιέσεως C.I.; κινητήρας ανάφλεξης με συμπίεση; κινητήρας στον οποίο η ανάφλεξη γίνεται με συμπίεση; πετρελαιομηχανή
transp., energ.ind. ντιζελοκινητήρας f