DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
detálj [-tal´j] n ~en ~er
lab.law. λεπτομέρεια m
mech.eng. μονοκόμματο εξάρτημα; στοιχειώδες εξάρτημα; πρωτογενές εξάρτημα; απλό εξάρτημα; μηχανικό κομμάτι; μηχανικό όργανο
detáljer n
el. μέρη τεμαχίου