| |||
απόρριψη σε χωματερή | |||
απόθεση υλικού | |||
εναπόθεση στρώμα; εναπόθεση επεξεργασία | |||
εναπόθεση; μαρτυρική κατάθεση; ταφή διάθεση απορριμμάτων; χωματερή; υγειονομική ταφή; εναπόθεση/μαρτυρική κατάθεση; ταφή διάθεση απορριμμάτων/χωματερή; χερσαία διάθεση; χώρος απόρριψης αχρήστων αντικειμένων | |||
απόρριψη | |||
κατάθεση |
deponering : 2 phrases in 2 subjects |
Microsoft | 1 |
Technology | 1 |