DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
deponering n ~en ~ar
gen. απόρριψη σε χωματερή
construct. απόθεση υλικού
el. εναπόθεση στρώμα; εναπόθεση επεξεργασία
environ. εναπόθεση; μαρτυρική κατάθεση; ταφή διάθεση απορριμμάτων; χωματερή; υγειονομική ταφή; εναπόθεση/μαρτυρική κατάθεση; ταφή διάθεση απορριμμάτων/χωματερή; χερσαία διάθεση; χώρος απόρριψης αχρήστων αντικειμένων
environ., el. απόρριψη
law, int. law. κατάθεση
deponering
: 2 phrases in 2 subjects
Microsoft1
Technology1