DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
delegatión n ~en ~er
gen. διοικητική αποκέντρωση
environ. εξουσιοδότηση/μεταβίβαση εκχώρηση αρμοδιοτήτων
law αντιπροσωπεία m; ανάθεση