DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
dekrét [-kre´t] n ~et; pl. ~
econ. διάταγμα f
environ. απόφαση (δικαστηρίου); εκτελεστικό διάταγμα; διάταγμα/απόφαση δικαστηρίου