DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
deformatión n ~en ~er
earth.sc. ελαστική παραμόρφωση
earth.sc., met. παραμόρφωσις
industr., construct., met. παραμόρφωση; οπτική διακύμανση
met. παραμόρφωση εξελασμένου ή συγκολλητού στοιχείου
deformationer n
agric., industr., construct. παραμόρφωσις ξύλου λόγω εσωτερικών πιέσεων