DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
defékt [-fek´t] n ~en ~er
agric. ελαττώματα του οίνου
chem., el. ατέλεια κρυστάλλου
earth.sc., chem. διαταραχή
earth.sc., mater.sc. βλ βη; ελ ττωμα; ζημι
forestr. σφάλμα
IT, dat.proc. ατέλεια m
law ελάττωμα f
med. ανωμαλία f; έλλειμμα f
defekt
: 1 phrase in 1 subject
Microsoft1