DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
dèlning n ~en ~ar
el. απόσταση
industr., construct. ζωζ; παριυσίαση μηχανής; πρετοιμασία-ρυθμίσεις του αργαλειού πριν την έναρξη της ύφανσης
life.sc., agric. διαίρεση (divisio)
mech.eng. αξονικό βήμα
met. βήμα
tech., industr., construct. πάχος πλευρικής στήριξη τελάρου