DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | noun
damning n ~en
industr., construct., met. συμπαρασυρόμενα στερεάστα καπναέρια
tech., industr., construct. ξεχνούδιασμα; χνούδιασμα
dämning n ~en ~ar
agric., construct. ανάρροια; άμπωτις