DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
dal n ~en ~ar
environ. κοιλάδα f; λεκάνη ποταμού; υδρορρόη; κοιλάδα/λεκάνη ποταμού/υδρορρόη
dal
: 1 phrase in 1 subject
Metallurgy1