DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
dàmm n ~et
gen. γούρνα f
environ. φράγμα f; σκόνη; κονιορτός m; δεξαμενή; τεχνητή λίμνη; όμιλος m; σκόνη/κονιορτός; δεξαμενή/τεχνητή λίμνη (stagnum); νερόλακκος m
life.sc., construct. εκκενούμενονδιηθητικόνφράγμα