DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
dämpningskonstant n
earth.sc. συντελεστής απόσβεσης
el. απόσβεση; εξασθένιση; μέτρο απόσβεσης; σταθερά απόσβεσης; συντελεστής εξασθένισης