DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
dämpare n ~n; pl. ~, best. pl. dämparna
commun. σταθερός εξασθενητής
el. εξασθενητής
industr. καταστολέας f
IT αποσβεστήρας f
life.sc., coal. δοχείο απόσβεσης; κιβώτιο απόσβεσης
tech., el. υποβιβαστής