DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
däck n ~et; pl. ~
econ. πνευστό ελαστικό επίσωτρο
forestr. ελαστικό m (αυτοκινήτου); επίσωτρο
transp. ελαστικό επίσωτρο
transp., nautic. γέφυρα; κατάστρωμα f; κουβέρτα f