DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
dä̀mpning n ~en ~ar
commun. συνολική απώλεια
comp., MS εξασθένηση
earth.sc. απόσβεση; εξασθένιση
earth.sc., mech.eng. ηχητική απόσβεσις
el. απώλεια μετάδοσης; βαθμιαία πτώση της απόκρισης; απόσβεση διάδοσης; εξασθένηση μετάδοσης
IT εξασθένηση σ.κ
mater.sc., industr., construct. γέμισμα f; στούπωμα f