DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
dä̀mpa v
gen. μετριάζομαι; ελαττώνω; μετριάζω; ελαττώνομαι
IT, industr., construct. εξασθενίζω
dämpa
: 1 phrase in 1 subject
Microsoft1