DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
cylínder [sylin´der] n ~n cylindrar
forestr. σωλήνας
tech., industr., construct. ρόλος m; κεντρικό τύμπανο λαναριστικής μηχανής με εργάτες
transp. κύλινδρος m
cylinder
: 8 phrases in 3 subjects
Economics1
Finances3
Microsoft4