DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
cyklón [-å´n] n ~en ~er
econ. κυκλώνας f
environ. περιδινητής; κυκλών,περιδινητής; πνευματικός διαχωριστής; φυγοκεντρικός συλλεκτήρας; ανεμοστρόβιλος m
lab.law. δειγματολήπτης με επιλογέα-ταξινομητή τύπου κυκλώνα; δειγματολήπτης τύπου κυκλώνα; όργανο δειγματοληψίας τύπου κυκλώνα
life.sc. κυκλών