DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
cýkel [sy´kel el. syk´el] n ~n cykler
environ. ποδήλατο m; κύκλος φαινομένου
fin. κύκλος διατίμησης
fin., scient. κυκλική κίνηση τιμών
IT βασικός κύκλος λειτουργίας
math. κύκλος
mech.eng. κύκλος εργασίας
transp. δίκυκλο
cykel
: 7 phrases in 2 subjects
Life sciences1
Microsoft6